ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥ

Τα φρούρια αποτελούν ανεξάρτητα οχυρά με στρατιωτική λειτουργία, κατασκευασμένα σε καίρια στρατηγικά σημεία. Προέρχονται από τα ρωμαϊκά στρατόπεδα μάχης, τα castra και τα μικρότερα castellum, τα οποία χωρίζονται σε πρόχειρες ημιμόνιμες ή μόνιμες μονάδες. Αποτελούνται από τείχος ορθογώνιας κάτοψης με τάφρο και πύργους στις γωνίες και στις πλευρές τους. Το υλικό κατασκευής τους αρχικά είναι το ξύλο, το οποίο σταδιακά αντικαθίσταται από λίθους.
Από τον 4ο αι. μ.Χ., τα φρούρια μεταφέρονται από τις πεδιάδες σε φυσικά οχυρά υψώματα. Από την εποχή του Ιουλιανού παρατηρείται η κατασκευή οχυρών σε στενωπούς για τον έλεγχο των περασμάτων.
Η ασφάλεια που εκπέμπει η παρουσία ενός φρουρίου για την γύρω περιοχή, από πολύ νωρίς αποτέλεσε αφορμή για τη δημιουργία οικισμών γύρω από αυτό. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ήδη από τα ρωμαϊκά στρατόπεδα που σταδιακά εξελίσσονται σε οχυρά-πόλεις, κτισμένα σε πεδιάδες, συνεχίζει στον 4ο αι. και εντείνεται στον 6ο αι.
Τα μεσαιωνικά φρούρια ακολουθούν ακανόνιστο σχήμα που εξαρτάται από την μορφολογία της περιοχής χωρίς να ακολουθούν τη συμμετρία που διακρίνει τα προγενέστερα τους ρωμαϊκά. Ακολουθώντας το σύστημα των διαδοχικών γραμμών άμυνας, διαθέτουν συχνά ακρόπολη με κεντρικό πύργο-ακρόπυργο που λειτουργεί ως το τελευταίο σημείο άμυνας. Ο πύργος αυτός αποτελεί τη βάση του τοπικού άρχοντα, αξιωματούχου ή εποχιακού τοποτηρητή για τον έλεγχο της φρουράς, ενώ κατά την σταυροφορική περίοδο αποτελεί εξίσου την οικία του φεουδάρχη.
Η συμμετρία επανέρχεται στον φρουριακό σχεδιασμό κατά την εποχή της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Ο τύπος του φρουρίου εξελίσσεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ισχυρά πυροβόλα όπλα που καθιερώνονται από τα μέσα του 15ου αι. και ακολουθεί ένα νέο αμυντικό σύστημα, το προμαχωνικό (fronte bastionato) που καθιερώνεται στον 16ο αι. Ο θεωρητικός σχεδιασμός του, ο οποίος θα αποτελέσει εξειδικευμένο κλάδο της αρχιτεκτονικής, περιλαμβάνει φρούριο πολυγωνικής κάτοψης με πενταγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του που ενώνονται από ευθύγραμμα τείχη (cortine), τα οποία περιβάλλονται από τάφρο.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΜΥΝΑΣ

•  Έπαλξη: Οι επάλξεις εξυπηρετούσαν τα κατακόρυφα πυρά και αποτελούνταν από τα θωράκια και τις πολεμίστρες. Θωράκιο ονομάζουμε το κτιστό τμήμα που χρησίμευε για την κάλυψη των αμυνομένων, το οποίο εναλλάσσεται με κενά, τις πολεμίστρες ή θυρίδες επάλξεων, στην άνω απόληξη των τειχών. Τα διάκενα αυτά φράζονταν με ξύλινα διαφράγματα/κλαπέτα κατά την επίθεση, τα οποία στηριζόμενα σε οριζόντιο άξονα ανοιγόκλειναν. Η απόληξη των θωρακίων μπορούσε να είναι ευθύγραμμη και επίπεδη ή τριγωνική. Από τον 14ο αι. σε ενετικά κάστρα ή σε οχυρώσεις των Ιωαννιτών ιπποτών η απόληξη ήταν συνήθως χελιδονοειδής.




Φωτογραφία του Π. Διαμαντόπουλου των αρχών του προηγούμενου αιώνα με γυμνάσια της Κρητικής Πολιτοφυλακής στην εσωτερική αυλή του Ιτζεδίν.
Διακρίνονται, σε μια σπάνια αποτύπωση, οι επάλξεις του φρουρίου και καθώς εκείνο είχε ήδη μετατραπεί σε Κεντρικό Σωφρονιστήριο Κρήτης. 

  Περίδρομος: διάδρομος για την κυκλοφορία των αμυνόμενων στρατιωτών πίσω από τις επάλξεις, από όπου έριχναν τα πυρά τους. Ο περίδρομος βελτιώθηκε σταδιακά με την ύπαρξη δυο βαθμίδων βολής αντί για μιας.
Πύργος: Τα πλευρικά πυρά ή αλλιώς πλαγιοβολή μπορούν να εξαπολύονται από προεξέχοντα του περιβόλου σημεία και έχουν σκοπό την προστασία του παρακείμενου τμήματος της οχύρωσης από τους εχθρούς. Οι απαρχές της πλαγιοβολής στον ελλαδικό χώρο διαφαίνονται στις μηκυναϊκές οχυρώσεις, οι οποίες αν και δεν διαθέτουν ακόμη πύργους, διαμορφώνουν με τέτοιο τρόπο τις πύλες τους ώστε να την εξασφαλίζουν. Η ένταξη πύργων στον περίβολο με σκοπό την πλαγιοβολή σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.). Από τον 4ο αι. και εξής, η χρήση νέων πολιορκητικών μεθόδων γίνεται πολύ έντονη και η σημασία που πήρε η πλαγιοβολή εκτενέστατη.
Οι πύργοι που κατασκευάζονται κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή είναι συνήθως τετράγωνης κάτοψης. Με καμπύλα τοιχώματα κατασκευάζονται όταν εξαπλώνεται η χρήση των πολιορκητικών κριών και καταπελτών. Οι ημικυκλικοί πύργοι θεωρούνται ότι προέρχονται αρχικά από την Μεσοποταμία και γενικότερα τη Μέση Ανατολή. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν κυρίως πύργους σχήματος U, ενώ τριγωνικοί πύργοι πιθανώς εμφανίζονται στον 3ο -4ο αι., ωστόσο η χρήση τους εξαπλώνεται στον 5ο και 6ο αι. Πεντάπλευροι πύργοι εμφανίζονται περισσότερο σε οχυρώσεις του ύστερου 5ου και 6ου αι. Ο πεντάπλευρος με προβολική ακμή (pentagonal prow-shaped) που απαντά σε ελληνιστικές οχυρώσεις, επανέρχεται μετά τον 5ο αι. και καθιερώνεται στα βυζαντινά χρόνια. Ορισμένα σχετικά παραδείγματα πύργου εντοπίζονται στον ελλαδικό χώρο, στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια, ενώ η επίδρασή του περνά και στη Δύση χωρίς ωστόσο να εδραιωθεί. Ο πύργος αυτός επιβιώνει στις πρώιμες ενετικές οχυρώσεις και εξελίσσεται στον προμαχώνα σε σχήμα τόξου που απαντά στις οχυρώσεις του 17ου αι.
•  Οδοντώσεις: Αποτελούν προεξοχές τριγωνικού σχήματος στο τείχος που εξυπηρετούν την πλαγιοβολή. Πρόκειται για αμυντικό στοιχείο απλούστερης μορφής σε σχέση με τον πύργο, τον οποίο και αντικαθιστούν με σκοπό την οικονομία υλικών.



Προμαχώνας: Αποτελεί απόρροια της ανάγκης για προστασία από το νέο τρόπο πολεμικής, αυτό των πυροβόλων όπλων, τα οποία καθιερώνονται από τον 15ο αι. Πρόκειται για μια συμπαγή ανοιχτή πλατεία (piazza), η οποία βρίσκεται προωθημένη από την γραμμή οχύρωσης με σκοπό την προστασία αυτής μέσω πλευρικών πυρών από πυροβόλα όπλα που τοποθετούνται επάνω στον προμαχώνα. Ο προμαχώνας, ο οποίος προστατεύεται από τάφρο, αποτελείται από δυο μέτωπα (faccie/fronti) και δυο πλευρά (fianchi), ενώ η πέμπτη πλευρά προς το εσωτερικό της οχύρωσης, ο «λαιμός» (gola), μένει ανοιχτή και στα άκρα της ενώνεται με τα τείχη (cortine). Στα πλευρά του προμαχώνα σχηματίζονται χαμηλές πλατείες για την τοποθέτηση των πυροβολαρχιών, οι οποίες αργότερα θα μεταφερθούν προς το εσωτερικό και θα προστατεύονται από τη γωνιώδη διαμόρφωση του πλευρού του προμαχώνα (spalla). Σε ορισμένα παραδείγματα, ο προμαχώνας μπορούσε να είναι εντελώς ανεξάρτητος από την υπόλοιπη κατασκευή.
•  Καταχύστρες: Οι καταχύστρες εξυπηρετούσαν τα κατακόρυφα πυρά. Πρόκειται για τις κτιστές προεξοχές, κενές στην κάτω επιφάνειά τους από όπου οι αμυνόμενοι εξαπέλυαν τα πυρά τους. Αν και ονομάζονται εξίσου ζεματίστρες, καθώς έχει υποστηριχθεί ότι πραγματοποιούταν και ρίψη καυτού νερού και λαδιού, είναι κυρίως πετρομάχοι, λόγω της έλλειψης άλλων διαθέσιμων υλικών ή του μεγάλου κόστους για την απόκτησή τους. Οι προεξοχές αυτές τοποθετούνταν σε καίρια σημεία των τειχών, όπως επάνω από εισόδους, και στηρίζονταν σε φουρούσια, τόξα ή αντηρίδες.
  Οι ξύλινες εν προβόλω εξέδρες [hourds] και οι λίθινες καταχύστρες, σημειακές (bretèches) ή γραμμικές (machicoulis) εμφανίζονται κατά τη ρωμαϊκή εποχή ή την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο για να επικρατήσουν έως τον 15ο αι. μ.Χ. Η καταχύστρα εισάγεται στον ελληνικό χώρο μέσα στον 13ο αι. από τους Φράγκους, οι οποίοι φαίνεται πως τη δανείστηκαν με τη σειρά τους από την ισλαμική οχυρωματική παράδοση. Τέτοιες προεξοχές για την ρίψη διαφόρων υλικών από ανοίγματα στο δάπεδό τους απαντούν σε ισλαμικά παλάτια στα τέλη του 8ου αι.
Φονιάς: Κατακόρυφα πυρά μπορούν να εξαπολυθούν και από τον λεγόμενο φονιά. Πρόκειται για άνοιγμα που απαντά στην κορυφή καμάρας θολωτού περάσματος, του διαβατικού, που ακολουθεί συνήθως μια κύρια πύλη κάστρου. Από το άνοιγμα αυτό, οι αμυνόμενοι έριχναν πέτρες και όποιο άλλο υλικό είχαν στη διάθεσή τους κατά την είσοδο των εχθρών όταν αυτοί κατάφερναν να παραβιάσουν την πύλη.
•  Τοξοθυρίδα: Πρόκειται για κάθετη σχισμή από την οποία ήταν δυνατή η σκόπευση με τόξο ή χειροβαλλίστρα. Στο πάχος του τείχους, η σχισμή διευρύνεται προς το εσωτερικό προκειμένου ο τοξότης να τοποθετήσει το σώμα του για τη βολή. Το σχήμα της τοξοθυρίδας αλλάζει σταδιακά με σκοπό να προφέρει περισσότερη κάλυψη και ευρύτερο πεδίο βολής. Οι πρώιμες τοξοθυρίδες απαντούν στον τύπο της στενής σχισμής ή του ορθογώνιου ανοίγματος με παραστάδες και μονολοθικό υπέρθυρο. Αντίθετα, στην μέση βυζαντινή περίοδο δεν κατασκευάζονται πια με διαφορετική τοιχοποιία ως παραστάδες, ενώ το υπέρθυρο είναι από ξύλο. Κάποιες φορές το υπέρθυρο μπορεί να έχει τοξωτή διαμόρφωση. Τυφλά αψιδώματα εμφανίζονται στις προσόψεις των τοξοθυρίδων από τον 12ο αι. και εξής. Τοξοθυρίδες χρησιμοποιούνται και στα κάστρα που κτίζουν οι Φράγκοι.
Κανονιοθυρίδα: Με την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων από τον 15ο αι. στο παχύ προπέτασμα του τείχους ανοίγονται πλέον διάκενα, συνήθως τραπεζοειδούς κάτοψης, για την τοποθέτηση κανονιών.
Τυφεκιοθυρίδα: Πρόκειται για κάθετη σχισμή εξωτερικά, η οποία διευρύνεται εσωτερικά στο πάχος του τείχους προκειμένου ο αμυνόμενος να τοποθετηθεί για να σκοπεύσει με μικρό πυροβόλο όπλο.
Πυλίδες: Μια δευτερεύουσα πυλίδα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αιφνιδιαστική επίθεση κατά των εχθρών, ιδιαίτερα στην διάρκεια πολιορκίας. Είναι μια συνήθης πρακτική για τη μείωση της δύναμης των πολιορκητών, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αμυντική ικανότητα των οχυρώσεων. Πολλές φορές οι αμυνόμενοι μπορούσαν μέσα από τέτοιες αιφνιδιαστικές επιδρομές να κλέψουν ή να καταστρέψουν πολιορκητικό εξοπλισμό ή τρόφιμα και άλλα εφόδια από τον εχθρό.
•   Κλουβιά: Πρόκειται για προεξοχές, συνήθως κυκλικού σχήματος, κυρίως στις γωνίες αλλά και στις πλευρές πυργόσπιτων των μεταβυζαντινών χρόνων. Στις προεξοχές αυτές ανοίγονταν τυφεκιοθυρίδες για την υπεράσπιση του πυργόσπιτου με τη χρήση τυφεκιών. Στη βάση των κλουβιών, μπορούσαν να υπάρχουν επίσης ανοίγματα που λειτουργούσαν ως καταχύστρες.

Το φρούριο Ιτζεδίν με τα στρατεύματα

ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΜΥΝΑΣ

Προτείχισμα: Ανεξάρτητος τείχος, μικρότερου από τον περίβολο ύψους. Αποτελεί διαχρονικά την πρώτη γραμμή άμυνας και προστατεύει το κατώτερο τμήμα των τειχών από τις βολές των επιτιθεμένων ή την κατασκευή σηράγγων.
•  Τάφρος: Τεχνητό εμπόδιο που λειτουργεί ως μια πρώτη γραμμή αναχαίτισης του εχθρού. Πρόκειται για περιμετρικό χαντάκι που προστάτευε εξωτερικά την οχύρωση. Η τάφρος απαντά μπροστά από οχυρώσεις ήδη από τα νεολιθικά χρόνια, ωστόσο γίνονται απαραίτητο στοιχείο άμυνας από τον 4ο αι. π.Χ. προκειμένου να εμποδίζεται η χρήση πολιορκητικών μηχανών. Η παρουσία της γίνεται πιο συχνή όσο οι πολιορκητικές μηχανές εξελίσσονται. Από το Μεσαίωνα σημειώνεται πλήρωσή της και με νερό. Απαντά εξίσου και στο μεταβυζαντινό προμαχωνικό σύστημα οχυρώσεων.
Ανυψούμενη γέφυρα: Συχνή σε μεσαιωνικές οχυρώσεις, η ανυψούμενη γέφυρα βρισκόταν μπροστά στην κύρια πύλη του κάστρου, επάνω από την τάφρο. Σε περίπτωση κινδύνου, η κινητή αυτή γέφυρα ανυψωνόταν, διακόπτοντας έτσι την πρόσβαση προς το εσωτερικό του κάστρου. Το στοιχείο αυτό απαντά εξίσου και στην οικιστική αρχιτεκτονική. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και οι ανασυρόμενες σκάλες στους υστεροβυζαντινούς πύργους, οι οποίοι λειτουργούν ως κατοικίες, αλλά και αργότερα η ανυψούμενη ή ανασυρόμενη ξύλινη γέφυρα με το ανεξάρτητο κτιστό κλιμακοστάσιο στα μεταβυζαντινά πυργόσπιτα.
•  Πύλη: Πρόκειται για τον δίαυλο επικοινωνίας όσων βρίσκονταν εντός του κάστρου με την περιοχή εκτός των τειχών και στην περίπτωση οχύρωσης πόλης απότελούσε το σημείο σύνδεσης μεταξύ βασικών οδικών αξόνων της ενδοχώρας με τους αντίστοιχους της τειχισμένης πόλης. Καθώς αποτελεί ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία σε μια οχύρωση, ιδιαίτερη προσοχή δίδεται για την άμυνά της. Η κύρια πύλη συχνά προστατευόταν από δυο πύργους εκατέρωθεν αυτής, ένα σχήμα που απαντά από την αρχαιότητα. Η αμυντική ικανότητα της κύριας πύλης μπορεί να αυξηθεί με την προσθήκη καταφραγής, επάλληλων πυλών και διαβατικών με φονιά και τοξοθυρίδες.
Καταφραγή (porticulis): Ξύλινη με μεταλλική επένδυση εσχάρα που προστάτευε τα θυρόφυλλα της πύλης. Η καταφραγή εφάρμοζε σε κάθετες αυλακώσεις πλευρικά της πύλης και κατέβαινε ή ανέβαινε με τη βοήθεια ενός αντίβαρου ή κοχλία, τοποθετημένου σε χώρο επάνω από την πύλη.
•  Περίβολος: Ήδη από τη νεολιθική εποχή, ο περίβολος αποτελούσε το πρωταρχικό μέσο προστασίας ενός οικισμού. Οι πρώιμοι αυτοί περίβολοι αρχικά δεν διέθεταν πύργους. Η ένταξή πύργων στον περίβολο σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.). Συνήθως τα διαστήματα μεταξύ των πύργων είναι μεταξύ 30 και 70 μ.
•  Σκάρπα: Πρόκειται για κεκλιμμένη βάση στο τείχος που απαντά ήδη σε δυτικά μεσαιωνικά κάστρα προκειμένου να δυσχεραίνεται η πιθανή προσέγγιση πολεμικών μηχανών. Μετά την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων τον 15ο αι., επικρατεί στη διαμόρφωση του τείχους ώστε να αντέχουν τη δημιουργία σηράγγων κάτω από τα θεμέλια τους, αλλά και τα βλήματα από πυροβόλα όπλα. Η σκάρπα καλυπτόταν από προσεγμένη επένδυση εξωτερικά και το γέμισμά της γινόταν από αργούς λίθους. Το διακοσμητικό κορδόνι (cordone) οριοθετούσε την σκάρπα και την διέκρινε από το προπέτασμα που ακολουθούσε στο τείχος.
Contramina: Διάδρομος πίσω από τη scarpa με θολωτή οροφή κατά μήκος όλου του τείχους. Η χρησιμότητα της σήραγγας έγκειται στο να γίνει αντιληπτή έγκαιρα από τους αμυνόμενους η υπονόμευση των θεμελίων του τείχους από τους εχθρούς.
•  Προπέτασμα: υψηλό προστατευτικό στηθαίο (parapetto) στο άνω τμήμα του τείχους που απαντά από την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων και εξής. Έχει μεγάλο μεγάλο πάχος, μέσα στο οποίο ανοίγονται κανονιοθυρίδες τραπεζοειδούς συνήθως σχήματος για την τοποθέτηση κανονιών.
Ακρόπολη: Αποτελεί έναν περιτειχισμένο από περίβολο χώρο που λειτουργεί ως το τελευταίο σημείο άμυνας. Συνήθως, διατηρεί αμυντική αυτονομία. Στην ύστερη βυζαντινή εποχή, στην ακρόπολη εντοπίζεται ο κεντρικός πύργος που αποτελεί τον χώρο διαμονής του τοπικού άρχοντα ή διοικητή.
 Κεντρικός πύργος ή ακρόπυργος: Ο πύργος, που βρίσκεται συνήθως στο υψηλότερο σημείο ενός κάστρου, αποτελεί το ύστατο σημείο άμυνας και προστασίας στο οποίο καταφεύγουν οι αμυνόμενοι. Η χαμηλότερη στάθμη χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος ή/και κινστέρνα, ενώ οι ανώτερες διέθεταν αίθουσα υποδοχής και λειτουργούσαν και ως χώροι διαμονής.
•  Παρατηρητήριο-Φυλάκιο: Πρόκειται για την προεξέχουσα κτιστή σκοπιά (Γκουαρντιόλα ή Σεντινέλλα) που απαντά πολύ συχνά σε ενετικές οχυρώσεις. Τέτοιες σκοπιές συναντάμε στο Μπούρτζι, στο Παλαμίδι, αλλά και στην Ακροναυπλία.


Πηγή πληροφοριών: http://ecastles.culture.gr/architektonike



Γεωργία Παπαδομανωλάκη, Γ3

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ...